-
1 ἀνα-ζέω
ἀνα-ζέω (s. ζέω), aufsieden, auf Kochen, aufsprudeln, ἄφρος ἐκ γῆς Soph. Trach. 699; von Würmern, aufwimmeln, Plut. Artax. 16; vom Zorn, aufwallen, Symp. 8, 7, 4; – aktiv., aufkochen lassen, entzünden, von Leiden schaften, χόλον Ap. Rh. 4, 391; εὐλὰς ἀνέζεσεν, ließ Maden aufwimmeln, Plut. Alex. fort. II, 4.
См. также в других словарях:
ζωή — Παρότι τα ουσιώδη χαρακτηριστικά της ζ. αποτελούν ακόμα αντικείμενο συζητήσεων, μπορούμε να δεχτούμε τον ορισμό ότι: ζωντανό είναι το ον εκείνο που, εξατομικευμένο στο περιβάλλον για έναν καθορισμένο χρόνο, έχει την ικανότητα να διατρέφεται, να… … Dictionary of Greek
Φερόες — Αρχιπέλαγος της Βόρειας Ευρώπης που ανήκει πολιτικά στη Δανία. Από το 1948 όμως έχει διοικητική αυτονομία και δικό του Κοινοβούλιο (Lagting). Αποτελείται από 22 μεγαλύτερα νησιά, από τα οποία μόνο 17 είναι κατοικημένα, και από πολυάριθμα άλλα… … Dictionary of Greek